- λαλίστατος
- konuşkan, çenesi düşük
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
λαλίστατος — η, ο (AM λαλίστατος, άτη, ον) πολύ ομιλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού λάλος, σχηματισμένος με επίθημα ίστατος (πρβλ. κλεπτ ίστατος)] … Dictionary of Greek
λαλίστατος — λάλος talkative masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)